Αυτοί που παρήγαγαν το ρακί ή το ούζο ονομάζονταν Ρακοκαζανάδες ή ρακιτζήδες. Η ονομασία τους προέρχεται από τη χρήση χάλκινων καζανιών (αμβύκων) που χρησιμοποιούσαν στην απόσταξη. Οι αγρότες έφερναν στους ιδιοκτήτες των ρακοκάζανων τα στέμφυλα και αυτός τα έβραζε στο ρακοκάζανο για να εξάγει το “στεμφυλ(οιν)όπνευμα” (σούμα), το οποίο και παρέδιδε στους παραγωγούς μέσα σε πήλινες στάμνες. Η σούμα στη συνέχεια αναμιγνυόταν με το (γλυκ)άνισο για την παρασκευή της ρακής (ούζου), ενώ κάποιοι προσέθεταν σ’ αυτή και χιώτικη μαστίχα. Ιδιοκτήτες ρακοκάζανων υπήρχαν πολλοί σε κάθε κωμόπολη και χωριό της Λέσβου, όταν ακόμα ήταν διαδεδομένη η οικιακή παραγωγή οινοπνευματωδών ποτών.