Η πλούσια χλωρίδα της Λέσβου είναι αποτέλεσμα πλήθους παραγόντων, όπως το ορεινό της ανάγλυφο, η ιδιαιτερότητα και η ποικιλία των πετρωμάτων της, η παρουσία πολλών υγροτόπων καθώς και οι ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες που επικρατούν στο νησί. Έτσι, η Λέσβος αποτέλεσε από νωρίς πόλο έλξης για τους ασχολούμενους με τη βοτανική περιηγητές και επιστήμονες. Μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί πάνω από 1.600 taxa (είδη και υποείδη) ανώτερων φυτών στη χλωρίδα της: αρωματικά – φαρμακευτικά, καλλωπιστικά, σπάνιες πόες, δένδρα και θάμνοι, εκ των οποίων κάποια δύσκολα απαντώνται στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τέλος, μεγάλες εκτάσεις του νησιού καλύπτονται από ελαιώνες και δάση Tραχείας Πεύκης.
Χλωρίδα
Η Αγριελιά (olea oleaster), αγριλιά ή ελιά η δασική είναι συγγενικό είδος της ελιάς. Πρόκειται για μακρόβιο αειθαλή θάμνο, μεγάλου μεγέθους ή μικρό δέντρο. Παράγει μικρότερη ποσότητα καρπών, τα οποία έχουν λιγότερη περιεκτικότητα σε λάδι και πιο μικρά φύλλα. Τα άνθη της είναι λευκοκίτρινα, ελαφρώς αρωματικά και ανθίζει κυρίως Απρίλιο – Μάιο. Προέρχεται από τη λεκάνη της Μεσογείου και επιλέγεται για την καλλωπιστική της αξία.
Η Λέσβος λόγω των ιδιαίτερων χερσαίων και κλιματικών της συνθηκών, παρουσιάζει μια πολύ πλούσια χλωρίδα που διαμορφώνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τοπίου της: άγρια βότανα, αρωματικά, θεραπευτικά, σπάνια φυτά, δέντρα και θάμνοι. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, έχουν καταγραφεί συνολικά μέχρι τώρα 1580 είδη φυτών, αποτελώντας έτσι πόλο έλξης για πολλούς ασχολούμενους με τη βοτανική περιηγητές και επιστήμονες. Εκτός από τα πολλά σπάνια είδη χλωρίδας που φιλοξενεί η Λεσβιακή γη, σε αφθονία βρίσκονται και διάφορα αρωματικά βότανα όπως ρίγανη, θρούμπι, θυμάρι, φασκόμηλο, τσάι του βουνού, σιδερίτης, λεβάντα, μέντα, μαντζουράνα, λεμονόχορτο, σπαθόχορτο κ.ά. τα οποία είναι ευρέως γνωστά για τις ευεργετικές και θεραπευτικές τους ιδιότητες.
Η Λέσβος χαρακτηρίζεται από μια ποικιλία οικοσυστημάτων και βλάστησης. Εξαιτίας αυτού, καθώς και του ήπιου κλίματός της, φαίνεται να ευνοείται η ανάπτυξη πολλών μορφών μυκητοχλωρίδας. Στη Λέσβο λοιπόν, ευδοκιμούν τα περίφημα μανιτάρια του γένους Lactarius ή αλλιώς κοτσνίτες, τσαμίτες, πευκίτες καθώς και τα άσπρα μανιτάρια που συνηθίζεται να φυτρώνουν κάτω από πεύκα και καταναλώνονται από πολλούς. Επίσης κάτω από πεύκα ευδοκιμεί και ο σφουγγαρίτης που πήρε την ονομασία του λόγω της κάτω πλευράς του που είναι πορώδης σαν σφουγγάρι. Με τις πρώτες βροχές, συναντά κανείς πάνω στους κορμούς καστανιάς ή βελανιδιάς το Laetiporus sulfureus αλλά και την Fistulina hepatica. Ενώ λίγο αργότερα το έδαφος του δάσους φυλλοβόλων γεμίζει με μικρά και μεγάλα μανιτάρια κυρίως από τα είδη του γένους Amanita μέχρι και τα περιζήτητα είδη του γένους Boletus. Μοναδικά είδη μανιταριών αναπτύσσονται επίσης και στους απέραντους λεσβιακούς ελαιώνες οι οποίοι καταλαμβάνουν μεγάλο χώρο πάνω στο νησί σε πεδιάδες και ακτές μέχρι στις πλαγιές και ρεματιές. Έτσι λοιπόν, τα μανιτάρια αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του οικοσυστήματος της Λέσβου, όπου έχουν ταυτοποιηθεί πάνω από 150 είδη μανιταριών.
Θάμνος με περιορισμένη εμφάνιση στη νότια Λέσβο. Εντοπίστηκε στη δυτική πλευρά του κόλπου Γέρας και στην περιοχή Παρακοίλων στην ζώνη των σκληρόφυλλων αείφυλλων. Πρόκειται για θάμνο ή δενδρύλλιο μέχρι 5μ. ύψος. Αποτελείται από ραβδόμορδα όρθια κλαδιά και ευχάριστα στη μυρωδιά άνθη. Ανθίζει κατά το Μάρτιο – Μάιο. Χρησιμοποιείται κατά περίπτωση ως καύσιμη ύλη. Περισσότερο όμως χρήσιμο είναι το ρείκι για τη μελισσοτροφία. Από τις ρίζες του κατασκευάζονται, οι άριστης ποιότητας καπνοσύριγγες.
Η Δρυς χνοώδης είναι φυλλοβόλο δένδρο, 10 – 20μ. ύψους, που αρκετές φορές δεν ρίχνει τα φύλλα της μετά το κιτρίνισμα, αλλά τα διατηρεί σχεδόν όλο το χειμώνα και μέχρι την έκπτυξη των νέων.
Το Σπάρτο συναντάται σε όλο το νησί, κυρίως στις παραθαλάσσιες περιοχές αλλά και στο εσωτερικό για παράδειγμα στη Βατούσα – Άντισσα. Πρόκειται για θάμνο, 1 – 4μ. ύψους, με πολλούς όρθιους, πράσινους και σχοινοειδή κλάδους. Τα άνθη είναι συνήθως κίτρινα ευοσμότατα και τα σπέρματα μαύρα σε λοβούς. Ανθίζει την περίοδο Απρίλιο – Ιούλιο.
Πρόκειται για φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό, μελισσοτροφικό, κλωστικό και καλλωπιστικό. Το έγχυμα των λουλουδιών περιέχει εκλεκτής ποιότητας αιθέριο έλαιο, κατάλληλο για την αρωματοποιία. Οι βλαστοί έχουν καρδιοτονωτικές ιδιότητες, όμως η μεγάλη κατανάλωση τους από τα ζώα προκαλεί δηλητηριάσεις. Επίσης θεωρούνται αντιδιαβητικοί, διουρητικοί, καθαρτικοί, εμμηναγωγοί και αντιλευκωματουρικοί. Τα σπέρματα είναι δηλητηριώδη.
Η Δάφνη του Απόλλωνα ή βάγια αποτελεί κοινότατο είδος της Λεσβιακής χλωρίδας και συναντάται κυρίως κατά μήκος των μικρών χειμάρρων, όπου υπάρχει και το καλοκαίρι αρκετή υγρασία. Πρόκειται για μικρό αειθαλές δένδρο, ύψους 3 – 5μ. και πολύκλαδο βλαστό. Ο καρπός του δένδρου έχει χρώμα κυανόμαυρο και μοιάζει με μικρή ελιά. Είναι φυτό με πολλές ιδιότητες και χρήσεις. Τα φύλλα της δάφνης χρησιμοποιούνται στην μαγειρική ως άρτυμα. Επίσης λαμβάνεται ως αιθέριο έλαιο με απόσταξη που χρησιμοποιείται στην σαπωνοποιεία και στις βιομηχανίες τροφίμων.
Η Λαδανιά είναι ένας αυτοφυής χαμηλός, φρυγανώδης θάμνος που φύεται σε πολλά μέρη της Ελλάδας, κυρίως στην Κρήτη και στην Κύπρο. Αναπτύσσεται κυρίως κάτω από ελαιώνες και σε περιοχές που έχουν πληγεί από πυρκαγιά. Στη Λέσβο συναντάται κυρίως στη περιοχή της Αμαλής. Η περίοδος ανθοφορίας του είναι από το Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο. Τα φύλλα και οι βλαστοί του φυτού, κατά τους θερινούς μήνες, εκκρίνουν μια ρητινώδη ουσία, γνωστή με το όνομα αλάδανος ή λάδανο. Το λάδανο έχει αντιφλεγμονώδη και αντιδιαρροϊκή δράση, είναι σπασμολυτικό, αποχρεμπτικό και αντικαταρροϊκό.
Ο Πρίνος εντοπίζεται στη Λέσβο από τη θάλασσα μέχρι και τη ψηλότερη κορυφή 960μ. σε όλα τα εδάφη. Εγκαθίσταται εύκολα οπουδήποτε και δημιουργεί προβλήματα στις διάφορες γεωργικές καλλιέργειες. Πρόκειται για δένδρο συνήθως θαμνώδες, αείφυλλο, πυκνόφυλλο και πυκνόκλαδο.
Η Κουμαριά (Arbutus unedo) είναι ένα εξαιρετικά ανθεκτικό αειθαλές φυτό, που απαντάται τόσο ως θάμνος όσο και ως μικρό δέντρο. Το ύψος του φθάνει μέχρι 12μ. Έχει δερματώδη βαθυπράσινα φύλλα, επιμήκη λογχοειδή έως ελλειψοειδή και παρυφές πριονωτές. Τα άνθη της είναι λευκά ή ροδόχρωμα και εμφανίζονται αργά το φθινόπωρο, ταυτόχρονα με την ωρίμανση των καρπών της. Στην Ελλάδα απαντάται σποραδικά σχεδόν σε όλη τη χώρα, κυρίως σε ξηροθερμικές περιοχές.
Η πικροδάφνη συναντάται κυρίως σε ποταμούς και χειμάρρους του νησιού αλλά και κατά μήκος των δρόμων. Πρόκειται για θάμνο πολύχρονο, φαρμακευτικό και δηλητηριώδη. Έχει άνθη κίτρινα, ροζ, λευκά με 5 πέταλα, σε ψεύτικα ακραία σκιάδια.
Το νοτιοανατολικό τμήμα της Λέσβου, με την τυπική μεσογειακή μακία βλάστηση, κυριαρχείται από τους απέραντους ελαιώνες. Είναι το πλέον εκτεταμένο σύστημα στο νησί και εμφανίζει σαφείς διαφορές ως προς το υψόμετρο, την ηλικία των δέντρων, την πυκνότητά τους και την υποκείμενη βλάστηση. Η πλούσια φυτική ποικιλότητα των ελαιώνων χαρακτηρίζεται κυρίως από θεροφυτικά είδη όπως Anthemis chia, Medicago orbicularis, Lathyrus sp. κ.ά. Η ελιά αποτελεί κοινότατο είδος της ξηροθερμικής ζώνης των σκληροφύλλων αειφύλλων σε όλο το νησί. Η καλλιέργεια της ξεκινάει από τα παράλια και φθάνει σε ύψος 450 – 500μ. (Μεγαλοχώρι – Αγιάσο – Αμπελικό κ.ά.). Η ελιά χρησιμοποιείται σαν δένδρο εδώδιμο, φαρμακευτικό, αρωματικό, καλλωπιστικό, το δε εξαιρετικής ποιότητας ξύλο της βρίσκει εφαρμογή στην επιπλοποιία και ξυλογλυπτική. Επίσης, το ξύλο της αποτελεί άριστη καύσιμη ύλη σαν καυσόξυλο και ξυλάνθρακας. Τέλος, τα φύλλα της ελιάς βοηθούν στην καταπολέμηση της αρθρίτιδας και των ρευματισμών ενώ από τον φλοιό της ελιάς, που συλλέγεται κατά την άνοιξη από νεαρά κλαδιά, παρασκευάζεται αφέψημα που λειτουργεί ως αντιπυρετικό.
Η Παιώνια της Λέσβου (Paeonia mascula ssp mascula) ευδοκιμεί στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου (Λέσβος, Χίος, Σάμος) καθώς και στον Ελικώνα. Ενώ έχει ευρεία κατανομή στη νότια Ευρώπη και την ανατολική Μεσόγειο. Η περίοδος ανθοφορίας της διαρκεί όλη την άνοιξη. Φύεται σε ανοιχτά δάση ελάτης και καστανιάς και σε ρεματιές με υψόμετρο 400 – 1200μ.
Στη Λέσβο συναντάται το είδος Crocus biflorus subsp. Nubigena, φυτό των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και της δυτικής Μικράς Ασίας. Συνήθως το περιάνθιο του έχει χρώμα ρόδινο ή ανοιχτό μωβ. Οι ανθήρες του είναι μαυριδεροί, ενώ τα στίγματα στύλου κίτρινα ή πορτοκαλί. Συνήθως ανθίζει κατά τους μήνες Φεβρουάριο – Απρίλιο, σε ξηρά λιβάδια ή σε υψόμετρα 600 – 1800μ.
Στη Λέσβο φύονται τα δύο πιο κοινά και πιο διαδεδομένα κυκλάμινα της Ελλάδας: το Cyclamen graecum και το Cyclamen hederifolium. Τα δύο αυτά είδη έχουν παρόμοιο απαλό ρόδινο χρωματισμό στα άνθη αλλά διαφοροποιούνται ως προς το σχήμα των φύλλων: τα φύλλα του C. graecum είναι καρδιόσχημα ενώ το C. Hederifolium έχει πενταγωνικά φύλλα. Και τα δύο ανθίζουν κατά τη φθινοπωρινή περίοδο. Συνήθως εντοπίζονται σε σκιερές θέσεις δασών και θαμνώνων, ρεματιές και χαράδρες.
Οι άγριες ορχιδέες στη Λέσβο εκτείνονται σε όλο σχεδόν το νησί, κυρίως στο νοτιοανατολικό τμήμα του, από τον ορεινό όγκο του Ολύμπου μέχρι το Πλωμάρι και ανατολικότερα στη χερσόνησο της Αμαλής, νότια της Μυτιλήνης. Αυτό έχει την εξήγησή του κυρίως στη γεωλογική σύσταση των εδαφών του ανατολικού τμήματος της Λέσβου. Οι περισσότερες ορχιδέες προτιμούν γενικά τα ασβεστολιθικά εδάφη όπου η οξύτητα είναι βασική εξαιτίας της αυξημένης παρουσίας ασβεστίου. Όλες οι ορχιδέες της Λέσβου είναι γεώφυτα. Σαν αναπτυγμένα φυτά, διαθέτουν κονδύλους ή ρίζωμα για την αποθήκευση εφεδρικών θρεπτικών ουσιών. Στη Λέσβο συναντάται το σπάνιο είδος Himantoglossum comperianum. Άλλα είδη που μπορεί να συναντήσει κανείς στη Λέσβο είναι η Ophrys lesbis, Ophrys homeri, Ophrys masticorum, Epipactis persica, Platanthera chlorantha, Himantoglossum caprinum, Cephalanthera rubra και άλλες πολλές (πάνω από 90 είδη).
Το Άλυσσο το λεσβιακό (Alyssum lesbiacum) αποτελεί ενδημικό φυτό της Λέσβου. Συναντάται κυρίως σε βραχώδεις θέσεις με ανοιχτή μακία βλάστηση, σε ξηρά λιβάδια σε υψόμετρα 200 – 800μ. και σε δάση τραχείας πεύκης. Περιοχές εμφάνισης του στο νησί είναι το όρος Όλυμπος, ο κόλπος Γέρας και το έλος Ντίπι. Ανθίζει από μέσα Απριλίου έως μέσα Μαΐου.
Το όνομα του λεσβιακό (lesbiacum) δηλώνει την καταγωγή του από τη Λέσβο και το Άλυσσο (Alyssum) προέρχεται από το στερητικό γράμμα «α» και τη «λύσσα», εξαιτίας των θεραπευτικών του ιδιοτήτων για τη νόσο λύσσα με συμπτώματα το θυμό, τη μανία, την υδροφοβία.
Η κίτρινη Αζαλέα (Rhododendron Luteum Sweet) ή κίτρινο ροδόδεντρο κατέχει στο νησί μοναδική θέση εξάπλωσης του είδους στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα αναπτύσσεται μεταξύ των οικισμών Παρακοίλων – Ανεμώτιας – Πτερούντας – Χιδήρων – Βατούσης. Πρόκειται για ένα σπάνιο είδος ανθοφόρου φυλλοβόλου, όρθιου θάμνου, ύψους μέχρι 4,5μ., με παραφυάδες, με μεγάλα ωραία κίτρινα πενταμερή άνθη και με γλυκιά μυρωδιά. Τα φύλλα του είναι λογχοειδή, γλαυκοπράσινα και επιμήκη. Το ξύλο του έχει λευκοκίτρινο χρώμα. Ανήκει στα τοξικά είδη. Το κίτρινο ροδόδεντρο σχεδόν κατά κανόνα φύεται σε υγρά και γόνιμα αμμοαργιλώδη εδάφη. Οι κάτοικοι της περιοχής χρησιμοποιούν το εν λόγω φυτό κυρίως ως καύσιμη ύλη, ενώ τα ευωδιαστά του λουλούδια αποτελούν το σπουδαιότερο στόλισμα των επιταφίων το Πάσχα.
Τα δάση καστανιάς εντοπίζονται κυρίως στο όρος Όλυμπος σε υψόμετρα μεγαλύτερα των 500μ. καθώς και στην περιοχή του Λεπέτυμνου και στη δυτική Λέσβο αλλά μικρότερης έκτασης. Τα δάση καστανιάς αναπτύσσονται σε ποικιλία υποστρωμάτων και χαρακτηρίζονται από το φτωχό θαμνώδη υπόροφο, στον οποίο συμμετέχουν συνήθως τα είδη Crataegus monogyna, Prunus cocomilia και Rosa spp. Ο ποώδης όροφος αντιθέτως, είναι αρκετά πλούσιος και χαρακτηρίζεται από την παρουσία ποωδών ειδών όπως: taxa Anemone pavonine, Bellis perennis, Cardamine hirsuta, Fritillaria theophrasti, Lapsana communis subsp κ.ά. Συμμετέχουν επίσης και αρκετά προστατευόμενα είδη της οικογενείας Orchidaceae και κάποια ανατολικά taxa.
Τα δάση μαύρης πεύκης συναντώνται σε πολύ μικρές εκτάσεις και περιορίζονται σε δύο μόνο περιοχές της Λέσβου: στη δυτική Λέσβο, στο όρος Προφήτης Ηλίας και στη νοτιοανατολική Λέσβο, μεταξύ Αγιάσου και Μεγαλοχωρίου, στο όρος Ψηλοκούδουνο του συγκροτήματος του Ολύμπου. Ο υπόροφος στα δάση μαύρης πεύκης είναι φτωχός, τόσο σε ποσοστό κάλυψης όσο και σε αριθμό ειδών. Σε αυτόν συμμετέχουν θαμνώδη είδη με κυρίαρχο το Jupinerus oxycedrus, το πτεριδόφυτο Pteridium aquilinum και ποώδη είδη όπως η Aira elegantissima, η Crucianella latifolia, η Luzula nodulosa, το Trifolium campestre κ.ά. Αξίζει να αναφερθεί ότι στον υπόροφο των δασών μαύρης πεύκης κοντά στην κορυφή του Προφήτη Ηλία συμμετέχει το Rhododendron luteum.
Η τραχεία πεύκη αποτελεί το κύριο δασικό είδος της Λέσβου. Συναντάται σε μεγάλες εκτάσεις στο κεντρικό και νότιο τμήμα του νησιού, στα ορεινά της δυτικής Λέσβου μεταξύ Παρακοίλων, Βατούσας, Πτερούντας και Χιδήρων στη χερσόνησο της Αμαλής και μικρότερες εκτάσεις στην ανατολική και βόρεια Λέσβο. Ο υπόροφος ποικίλει ανάλογα με το γεωλογικό υπόστρωμα. Για παράδειγμα, σε περιοχές με σχιστόλιθους ο υπόροφος είναι πιο πυκνός και αναπτύσσονται διάφορα είδη θαμνωδών ειδών: Arbutus unedo, A. andrachne, Jupinerus oxycedrus subsp. Oxycedrus, Phillyrea latifolia κ.ά. Ο υπόροφος εμφανίζεται πιο αραιός και πιο φτωχός σε οφιολιθικές περιοχές όσον αφορά τη συμμετοχή ειδών. Συνήθως συμμετέχουν σε αυτόν είδη φρυγάνων (Cistus criticus, Erica manipuliflora, Teucrium capitatum, Sarcopoterium spinosum) και αρκετά ποώδη είδη. Σε οφιολιθικές περιοχές εμφανίζεται επίσης το τοπικό ενδημικό Alyssum lesbiacum καθώς και η Centaurea reuterana, η Genista anatolica, το Thlaspi ochroleucum.